- αντίπραξη
- η (Α ἀντίπραξις)ενέργεια που γίνεται για να εξουδετερώσει κάποια άλλη ενέργεια, η αντίδραση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίπραξη — η αντίδραση, αντενέργεια: Είχε συνηθίσει να κάνει αντίπραξη σ όποιον ήταν πρόεδρος στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπράξῃ — ἀντιπράξηι , ἀντίπραξις counteraction fem dat sg (epic) ἀντιπράσσω act against aor subj mid 2nd sg ἀντιπράσσω act against aor subj act 3rd sg ἀντιπράσσω act against fut ind mid 2nd sg ἀ̱ντιπράξῃ , ἀντιπράσσω act against futperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολκή — ἀνθολκή, η (Α) 1. η έλξη προς την αντίθετη κατεύθυνση 2. η αντίπραξη … Dictionary of Greek
αντενέργεια — η ενέργεια για εξουδετέρωση άλλης ενέργειας, αντίδραση, αντίπραξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντενεργώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Νικηφόρο Θεοτόκη (1731 1800)] … Dictionary of Greek
αντενεργώ — (Α ἀντενεργῶ, έω) ενεργώ εναντίον κάποιου, κάνω αντίπραξη σε κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… … Dictionary of Greek
αντιπολιτεύομαι — (Α ἀντιπολιτεύομαι) 1. είμαι πολιτικός αντίπαλος, εναντιώνομαι στην πολιτική εκείνου που βρίσκεται στην εξουσία 2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ως ουσ.) οι αντιπολιτευόμενοι η αντίθετη πολιτική μερίδα, αυτοί που ανήκουν στα εκτός της κυβέρνησης… … Dictionary of Greek
εναντίωση — η (AM ἐναντίωσις) αντίθεση, αντίσταση, διαφορά, αντίπραξη, ένσταση, διαφωνία νεοελλ. 1. (νομ.) «δικαίωμα εναντιώσεως» το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να προκαλεί τη ματαίωση τής πραγματοποιήσεως ενός έννομου αποτελέσματος 2. ιατρ. «θεραπεία κατ… … Dictionary of Greek
κόνξα — η 1. πείσμα, καπρίτσιο 2. αντίπραξη … Dictionary of Greek
αντίδραση — η 1. ενέργεια αντίθετη σε άλλη, αντίσταση: Ο οργανισμός του δεν παρουσιάζει αντίδραση στην αρρώστια. 2. προσπάθεια που στρέφεται εναντίον κάποιου μέτρου: Σημειώθηκε αντίδραση των εμπόρων στα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης. 3. αντίπραξη στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)